- σταθμίσει
- σταθμίζωweighaor subj act 3rd sg (epic)σταθμίζωweighfut ind mid 2nd sgσταθμίζωweighfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσταθμος — ἄσταθμος, ον (Α) 1. ο ανίκανος να σταθμίσει ή να μαντέψει 2. αυτός που δεν έχει ζυγιστεί … Dictionary of Greek
σταθμίζω — στάθμισα, σταθμίστηκα, σταθμισμένος 1. ζυγίζω. 2. αλφαδιάζω, καθορίζω την κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση με το νήμα της στάθμης. 3. μτφ., υπολογίζω με ακρίβεια, αναμετρώ: Ενέργησε χωρίς να σταθμίσει τις συνέπειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)